- χρηστουργία
- χρηστουργία, ἡ,A good deed, service, Iamb(?).ap.Suid. (Berl.Sitz. 1875p.4).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρηστουργία — χρηστουργίᾱ , χρηστουργία good deed fem nom/voc/acc dual χρηστουργίᾱ , χρηστουργία good deed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστουργίᾳ — χρηστουργίᾱͅ , χρηστουργία good deed fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστουργία — ἡ, ΜΑ χρηστή πράξη, αγαθοεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + ουργία (< ουργός < ἔργον*), πρβλ. ἀγαθ ουργία] … Dictionary of Greek
χρηστουργίαν — χρηστουργίᾱν , χρηστουργία good deed fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)